- ζαβά
- επίρρ.1. στραβά, ανάποδα: Τα πράγματα ήρθαν ζαβά.2. αδέξια: Φέρθηκες ζαβά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζάβα — ζάβα, ἡ (Μ) αλυσιδωτός θώρακας που φορούσαν οι βαριά οπλισμένοι πεζοί ή ιππείς στον βυζαντινό στρατό … Dictionary of Greek
ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… … Dictionary of Greek
ζαβάτος — ζαβᾱτος, ὁ (Μ) [ζάβα] στρατιώτης που φορεί ζάβα, θώρακα, θωρακοφόρος … Dictionary of Greek
Byzantine battle tactics — The Byzantine army evolved from that of the late Roman Empire. The language of the army was still Latin (though later and especially after the 6th century Greek dominates, as Greek became the official language of the entire empire) but it became… … Wikipedia
ζαβαρείον — ζαβαρεῑον, τὸ (Μ) [ζάβα] θήκη η αποθήκη στην οποία φυλάγονταν οι ζάβες* … Dictionary of Greek
Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… … Dictionary of Greek
ζαβός — ή, ό 1. ανάποδος, στραβός: Τοποθέτησε τα πράγματα ζαβά. 2. τρελός, ιδιότροπος: Είναι ζαβός και δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)